- ἐλαττωτικός
- ἐλαττωτικόςreducingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαττωτικός — ή, ό (Α ἐλαττωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ελαττώνει 2. ο υποχωρητικός … Dictionary of Greek
ἐλαττωτικά — ἐλαττωτικός reducing neut nom/voc/acc pl ἐλαττωτικά̱ , ἐλαττωτικός reducing fem nom/voc/acc dual ἐλαττωτικά̱ , ἐλαττωτικός reducing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττωτικόν — ἐλαττωτικός reducing masc acc sg ἐλαττωτικός reducing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαττωτικοί — ἐλαττωτικός reducing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)